πολύγλωσσος

πολύγλωσσος
-η, -ο, Ν ΜΑ, πολύγλωσσος και πολύγλωττος, -ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές γλώσσες
2. αυτός που ξέρει και χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες ή διαλέκτους
νεοελλ.
1. αυτός που έχει γραφεί σε πολλές γλώσσες («πολύγλωσση επιγραφή»)
2. αυτός που αποδίδει, που μεταφράζει μια λέξη σε περισσότερες από μία γλώσσες («πολύγλωσσο λεξικό»)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που παρουσιάζει, που έχει ποικιλία γλωσσών («ἔθνη δέ τε μύρια... καὶ πολύγλωττα», Καισάρ.)
αρχ.
1. μτφ. (για τη μαντική δρυ τής Δωδώνης) αυτή που χρησμοδοτούσε με το μεγάλο πλήθος τών φύλλων της («Σελλῶν εἰσελθὼν ἄλσος... πρὸς τῆς πατρῷας καὶ πολυγλώσσου δρυός», Σοφ.)
2. φρ. «πολύγλωσσος βοή» — ηχηρή κραυγή που επαναλαμβάνεται πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. δί-γλωσσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύγλωσσος — manytongued masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύγλωσσος — η, ο 1. αυτός που γνωρίζει να μιλά πολλές γλώσσες. 2. ο γραμμένος σε πολλές γλώσσες: Πολύγλωσσο λεξικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύγλωσσον — πολύγλωσσος manytongued masc/fem acc sg πολύγλωσσος manytongued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύγλωττον — πολύγλωσσος manytongued masc/fem acc sg (attic) πολύγλωσσος manytongued neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τζίκος, Περικλής — Πολύγλωσσος λόγιος του 19ου αι., που γεννήθηκε το 1851 στο Λονδίνο από γονείς που κατάγονταν από την Ήπειρο. Σπούδασε στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αυστρία και στην Ιταλία. Ίδρυσε στη Ρώμη το περιοδικό Μινέρβα. Ο Τ. έγραψε διάφορα έργα στα… …   Dictionary of Greek

  • πολυγλώσσοιο — πολύγλωσσος manytongued masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγλώσσου — πολύγλωσσος manytongued masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγλώσσους — πολύγλωσσος manytongued masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγλώσσων — πολύγλωσσος manytongued masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγλώσσῳ — πολύγλωσσος manytongued masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”